παρηλλαγμένως

παρηλλαγμένως
παραλλάσσω
cause to alternate
perf part mp masc acc pl (attic epic doric ionic aeolic)
παρηλλαγμένως
differently
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρηλλαγμένως — Α επίρρ. με διαφορετικό τρόπο, ασυνήθιστα, παράδοξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρηλλαγμένος τού παραλλάσσω] …   Dictionary of Greek

  • τραπέμπαλιν — Α επίρρ. 1. με στραμμένη την όψη προς τα πίσω 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐνηλλαγμένως ἢ παρηλλαγμένως» 3. (κατά τον Φώτ.) «ἐπ ἀριστερᾷ ὑπεναντίως». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραπ τής συνεσταλμένης βαθμίδας της ρίζας τού ρ. τρέπω* (πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ τράπ ην) + …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”